
Ήρθε στο γραφείο μου μια βροχερή Τρίτη. Ελαφρώς σκυμμένη, με ένα βλέμμα κουρασμένο, σχεδόν απολογητικό. Κρατούσε σφιχτά μια τσάντα στον ώμο – σχεδόν σαν να κρατούσε το βάρος όλου του κόσμου.
«Νομίζω… δεν μπορώ άλλο. Δεν είμαι καλή σε τίποτα. Ούτε καλή μαμά, ούτε καλή φίλη, ούτε καλή στη δουλειά μου. Όλα τα κάνω λάθος».
Μίλησε και σώπασε. Κι αυτή η σιωπή ήταν πιο ηχηρή από τα λόγια της. Γιατί εκεί, πίσω από τις λέξεις, υπήρχε κάτι πολύ πιο βαθύ: η αμφιβολία, η εξάντληση, η εσωτερική κούραση του “πρέπει” και του “δεν είμαι αρκετή”.
Δεν της είπα αμέσως «κάνεις λάθος», δεν προσπάθησα να τη διορθώσω, γιατί δεν είχε ανάγκη να την διορθώσω. Είχε ανάγκη να την δω.
Την ρώτησα:
– Ποια είναι εκείνη η στιγμή μέσα στην εβδομάδα σου που νιώθεις έστω και λίγο εσύ;
– Όταν γελάει ο γιος μου χωρίς λόγο. Ή όταν η φίλη μου μου στέλνει μήνυμα “μου έλειψες”.
– Κι αυτό δεν είναι επιτυχία; Δεν είναι επαφή, φροντίδα, παρουσία;
Ξεκινήσαμε να χτίζουμε μαζί κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από το “πρέπει να είμαι τέλεια”.
Αναγνωρίσαμε τα μικρά. Δώσαμε χώρο στην ευαλωτότητα. Και κάθε φορά που ερχόταν, δεν μιλούσε πια μόνο για το “δεν μπορώ”, αλλά για το “ίσως μπορώ λίγο”. Ίσως να μάθω να λέω όχι. Ίσως να μην χρειάζεται να τα κάνω όλα. Ίσως να είμαι ήδη καλή… απλά δεν με βλέπω έτσι.
Μια μέρα, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
«Δεν άλλαξε η ζωή μου. Άλλαξε το πώς με βλέπω μέσα σε αυτήν».
Και αυτή είναι, νομίζω, η αρχή κάθε ουσιαστικής αλλαγής.
⸻
Μια σκέψη για σένα:
Σε ποιες στιγμές της μέρας ξεχνάς ότι είσαι ήδη αρκετός/ή;
Και τι θα άλλαζε αν έβλεπες τον εαυτό σου με περισσότερη καλοσύνη;



